- καλοκρίνω
- κρίνω κάτι ορθά, με επιτυχία, εκτιμώ κάτι σωστά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκρίνω — καλόκρινα, καλοκρίθηκα, καλοκριμένος, κρίνω κάτι καλά: Μου φαίνεται πως δεν καλοκρίνει τη συμπεριφορά της γυναίκας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοκρισιά — η [καλοκρίνω] καλή, ορθή, δίκαιη κρίση, εύστοχη εκτίμηση … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek